αρσενικός

αρσενικός
Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Δημήτριος (Χασιά Αττικής 1790 – Καπανδρίτι 1825). Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του. Μετείχε σε πολλές συμπλοκές έξω από την Αθήνα, σε μία από τις οποίες σκοτώθηκε. 2. Θωμάς. Ήταν γιος του προηγούμενου. Στάλθηκε στην Αθήνα, όπου μαθήτεψε στην Αλληλοδιδακτική Σχολή της Φιλόμουσης Εταιρείας. Μόλις όμως πληροφορήθηκε τον θάνατο του πατέρα του, πήρε τα όπλα. Ακολούθησε τον Γκούρα στην Ακρόπολη, όπου αγωνίστηκε έως την παράδοσή της. Ήρθε σε ρήξη όμως με μερικούς Τούρκους οι οποίοι τον σκότωσαν σε ηλικία δεκαέξι ετών. 3. Θωμάς. Καταγόταν από την Αθήνα. Υπηρέτησε στο τακτικό ελληνικό ιππικό σώμα. Πολέμησε με τον Μακρυγιάννη και τον Παπαδόπουλο. Σκοτώθηκε σε κάποια συμπλοκή της Καρύστου. 4. Κωνσταντίνος. Καταγόταν από την Τριφυλία. Πολέμησε με τον Παπαφλέσσα και σκοτώθηκε μαζί του στο Μανιάκι το 1825.
* * *
-ή, -ό (AM ἀρσενικός, -ή, -όν) [άρσην]
αυτός που ανήκει στο ανδρικό γένος, αυτός που επιτελεί τη γονιμοποίηση κατά την αναπαραγωγή
μσν.- νεοελλ.
(για φυτά) ο άκαρπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αρσενικός — αρσενικός, ή, ό και σερνικός, ή, ό ο άρρενας: Έχει δύο αρσενικά παιδιά και ένα θηλυκό· (γραμμ.), αρσενικό, το ένα από τα τρία γραμματικά γένη στα οποία ανήκουν τα λεγόμενα πτωτικά, ανεξάρτητα από το φυσικό τους γένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρσενικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρσενικαῖς — ἀρσενικός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρσενικαί — ἀρσενικός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρσενικοί — ἀρσενικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρσενικούς — ἀρσενικός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρσενικῆς — ἀρσενικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρσενικῇ — ἀρσενικός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρσενική — ἀρσενικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρσενικήν — ἀρσενικός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”